- πλακόπιτα
- η, Ν1. είδος πίτας ψημένης σε πλάκα2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει σταθερή γνώμη, ο ασταθής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek